- τελωνάρχης
- ὁ, ΜΑο ελεγκτής τών δασμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + -άρχης* (πρβλ. στρατ-άρχης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελωνάρχαι — τελωνάρχης controller of customs masc nom/voc pl τελωνάρχᾱͅ , τελωνάρχης controller of customs masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελωνάρχας — τελωνάρχᾱς , τελωνάρχης controller of customs masc acc pl τελωνάρχᾱς , τελωνάρχης controller of customs masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek